στεφανιαίας

στεφανιαίας
στεφανιαίᾱς , στεφανιαῖος
of
fem acc pl
στεφανιαίᾱς , στεφανιαῖος
of
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακροκεφαλία — Παθολογική παραμόρφωση του κρανίου που προκαλείται από την πρόωρη συνοστέωση ορισμένων ραφών με αποτέλεσμα να αυξάνεται το ύψος του κεφαλιού και να αποκτά το κεφάλι σχήμα πυργοειδές. Η α., που πιθανώς οφείλεται σε ορμονικές διαταραχές,… …   Dictionary of Greek

  • επιδημιολογία — Κλάδος της ιατρικής που από τα μέσα του 19ου αι. μελετά τον τρόπο με τον οποίο εξαπλώνονται τα νοσήματα, κυρίως εκείνα που πλήττουν μεγάλο αριθμό ατόμων σε περιορισμένο χώρο και χρόνο. Όταν μία μεταδοτική νόσος εμφανίζεται σταθερά σε έναν… …   Dictionary of Greek

  • καθετήρας — Όργανο το οποίο, με την εισαγωγή του από φυσική ή τεχνητή οδό, επιτρέπει την προσπέλαση των κοιλοτήτων του ανθρώπινου σώματος για παροχέτευση υγρών ή εισαγωγή διαγνωστικών ή θεραπευτικών παραγόντων. Πρόκειται για σωληνοειδή, κούφια, συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • πλατυκεφαλία — η, Ν 1. η ιδιότητα τού πλατυκέφαλου 2. ανατ. ανώμαλος σχηματισμός τού κρανίου κατά τον οποίο το κρανίο είναι πεπλατυσμένο από την πρόσθια προς την οπίσθια επιφάνεια εξαιτίας τής πρόωρης αποστέωσης τής στεφανιαίας ραφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… …   Dictionary of Greek

  • πυργοκεφαλία — η, Ν ιατρ. παραμόρφωση τού κρανίου οφειλόμενη σε πρόωρη ταυτόχρονη σύγκλειση τής στεφανιαίας και τής οβελιαίας ραφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrgocephaly (< πύργος + κεφαλή)] …   Dictionary of Greek

  • σοκ — Παθητική απάντηση του οργανισμού σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις η οποία εκδηλώνεται με σοβαρή διαταραχή της περιφερειακής κυκλοφορίας, που προκαλεί μεγάλη κατάπτωση όλων των ζωικών ικανοτήτων. Τα αίτια είναι πολλαπλά. Στην πρώτη θέση είναι… …   Dictionary of Greek

  • στεφάνιο — το / στεφάνιον, ΝΜΑ [στέφανος] υποκορ. μικρός στέφανος, μικρό στεφάνι, στεφανάκι νεοελλ. ανθρωπολ. κρανιομετρικό σημείο το οποίο βρίσκεται στη σύμπτωση τής στεφανιαίας ραφής και τής άνω κροταφικής χώρας μσν. το στεφάνωμα αρχ. 1. πίτα με σχήμα… …   Dictionary of Greek

  • Γκόλντσταϊν, Τζόζεφ — (Joseph Goldstein, Νότια Καρολίνα 1940 –). Αμερικανός χημικός και γενετιστής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια και στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Ντάλας, όπου και έγινε καθηγητής. Εργάστηκε στο γενικό νοσοκομείο της Μασαχουσέτης …   Dictionary of Greek

  • καλαμαριίδες ή καλαμιτίδες — Οικογένεια παλαιοφύτων της τάξης των εκουιζετωδών, απολιθώματα των οποίων βρίσκονται στα τελματώδη εδάφη του μέσου και ανώτερου παλαιοζωικού αιώνα στη νότια Αφρική, στην Αμερική, στην Κίνα, στην Ευρώπη και στη Ρωσία. Ο κορμός τους, που μπορούσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”